________________________________________
Αριθμός 971/2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Καλούδη), Βασίλειο Φούκα, Νικόλαο Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη και Δημήτριο Τίγγα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2012, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1. Ν. Θ. του Ι., κατοίκου ... και 2. λιβεριανής υπερακτίου εταιρείας με την επωνυμία "KINGSPORT HOLDINGS Ltd", που εδρεύει στην Μονρόβια Λιβερίας και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στυλιανό Γρηγορίου.
Της αναιρεσίβλητης: υπό εκκαθάριση τελούσας αλλοδαπής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "EUROYACHT S.R.L.", που εδρεύει στην πόλη Viareggio της Ιταλίας και εκπροσωπείται νόμιμα από τον M. N. του M., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Χρυσούλα Πετρουλέα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28 Σεπτεμβρίου 2005 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3645/2008 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 39/2010 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 10 Μαρτίου 2011 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Γεώργιος Γιαννούλης, ανέγνωσε την από 28 Μαρτίου 2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου και του τρίτου, κατά το πρώτο μέρος του, λόγων αναιρέσεως και την απόρριψη των λοιπών λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξουσία της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 340 και 346 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση περί της αλήθειας ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα (αλλά μόνον εκείνα), τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 559 αριθ. 11 β ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν. Κατά την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β και 346 ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενεργείας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου, που τις προσκόμισε. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση εγγράφου, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρο. 240 ΚΠολΔ. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στον τρόπο επαναφοράς των "ισχυρισμών", έχει, όμως, εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου. Δεν είναι, συνεπώς, νόμιμη η κατ' έφεση επίκληση αποδεικτικού εγγράφου, όπως του μέρους των πρακτικών συνεδριάσεως δικαστηρίου άλλης δίκης, που περιέχουν μαρτυρική κατάθεση από άλλη δίκη, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, όταν στις προτάσεις ενώπιον του εφετείου περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα, που ο διάδικος ή ο αντίδικός του είχε επικαλεστεί και προσκομίσει πρωτοδίκως, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλλόμενων πρωτόδικων προτάσεων, όπου περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου (ΟλΑΠ 23/2008, 14/2005, 9/2000).
Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τους πρώτο και τρίτο, κατά το πρώτο μέρος του, ταυτόσημους λόγους αναιρέσεως από το άρθρ. 559 αριθ. 11 β ΚΠολΔ, προβάλλουν την αιτίαση, ότι το Εφετείο για να κρίνει επί της ουσιαστικής βασιμότητας της ένστασης της αναιρεσίβλητης για έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων επί της ένδικης διαφοράς, που ανοίχθηκε με την από 28.9.2005 αγωγή τους κατ' αυτής, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με την προσβαλλόμενη απόφασή του και τα πρακτικά προηγούμενης δίκης, που ανοίχθηκε με την από 27.7.2003 αγωγή αυτών και της εταιρίας με την επωνυμία "Φυσιοκράτης ΑΕ", που στρεφόταν επίσης κατ' αυτής, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθ. 1.434/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, τα οποία (πρακτικά) είχαν επικαλεστεί και προσκομίσει πρωτοδίκως οι αναιρεσείοντες και στα οποία περιεχόταν η κατάθεση του μάρτυρα Σ. Κ., χωρίς ωστόσο με τις υποβληθείσες στο Εφετείο από την αναιρεσίβλητη προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, να γίνει ειδική παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλλόμενων πρωτόδικων προτάσεών της, στα οποία να περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση των ανωτέρω πρακτικών συνεδριάσεως. Πράγματι, από την επισκόπηση των προτάσεων, που υπέβαλε η αναιρεσίβλητη στο Εφετείο, προκύπτει ότι αυτή επανέφερε μεν σε αυτό την προβληθείσα και πρωτοδίκως στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά με τις προτάσεις της ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων για εκδίκαση της ένδικης διαφοράς και ότι προς απόδειξή της επικαλέστηκε και "όλα τα σχετικά έγγραφα, που είχε προσκομίσει και πρωτοδίκως", αλλά με τις προτάσεις της ενώπιον του Εφετείου δεν έγινε περαιτέρω ειδική παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλλόμενων πρωτόδικων προτάσεών της, ώστε να υπάρχει σαφής και ορισμένη επίκληση των περιεχόντων τη μαρτυρική κατάθεση του Σ. Κ. ως άνω πρακτικών συνεδριάσεως, τα οποία, έστω και αν τα είχαν επικαλεστεί και προσκομίσει πρωτοδίκως οι αναιρεσείοντες, είχαν καταστεί κοινό αποδεικτικό μέσο. Κατά συνέπεια, η αναιρεσίβλητη δεν επικαλέστηκε νομίμως αποδεικτικό μέσο, δηλαδή τα πρακτικά άλλης δίκης, στα οποία περιλαμβανόταν η μαρτυρική κατάθεση του ανωτέρω, που αποτέλεσε και το μοναδικό αποδεικτικό μέσο, στο οποίο στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση για να κάνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη την ένστασή της για έλλειψη δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς. Επομένως, το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδεικτικό μέσο που δεν προσκομίστηκε νομίμως και υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρ. 559 αριθ. 11 β ΚΠολΔ, γι' αυτό και ο πρώτος και ο τρίτος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγοι αναιρέσεως είναι βάσιμοι, αιτία για την οποία παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Επειδή, ακολούθως πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 580 § 3 του ΚΠολΔ. Τέλος, η αναιρεσίβλητη, που νικήθηκε, θα καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων (άρθρ. 183, 176 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 39/2010 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων από τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαΐου 2012.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Ιουνίου 2012.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ